σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
γλύω — και γλυώ (Μ γλύω) γλυτώνω, σώζω κάποιον νεοελλ. γλυτώνω, λυτρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή τού ε και ανομοιωτική τροπή τού κ σε γ (πρβλ. εκλιστρώ γλιστρώ)] … Dictionary of Greek
ξεγλυτώνω — ξεγλυτώνα> (Μ) 1. γλυτώνω κάποιον, σώζω ή ελευθερώνω κάποιον από κάτι 2. ξεφεύγω, ελευθερώνομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + γλυτώνω] … Dictionary of Greek
ξεγλύω — (Μ) γλυτώνω από κάποιον, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γλύω «γλυτώνω, σώζω»] … Dictionary of Greek
αγλύτωτος — η, ο [γλυτώνω] αυτός που δεν γλύτωσε από κάποιον κίνδυνο, που δεν σώθηκε … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 … Dictionary of Greek
ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… … Dictionary of Greek
αντιπαρέρχομαι — (AM ἀντιπαρέρχομαι) νεοελλ. 1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις») 2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι 3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο αρχ. 1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω,… … Dictionary of Greek